Η μάχη της Αράχωβα
Το 1826 στάθηκε το πιο κρίσιμο και αποφασιστικό έτος για την επανάσταση των Ελλήνων. Ο εχθρός είχε συγκεντρώσει ότι καλύτερο διέθετε από τις δυνάμεις του, με τους πιο άξιους στρατηγούς του έτσι ώστε να κτυπήσει αποτελεσματικά τον αγώνα.
Ο Ελληνικός λαός έβλεπε με δέος και με αγωνία θανάτου την καταστροφή να πλησιάζει όλο και κοντύτερα, διότι οι εξωτερικές διαβολές –αλήθεια τι πρωτότυπο-, οι εσωτερικές διαμάχες και έριδες –άλλο πρωτότυπο και αυτό-, καθώς και η έλλειψη ικανής ηγεσίας να διευθύνει τον αγώνα του έθνους, προδιέγραφαν μία ζοφερή και τραγική κατάληξη.
Ο εχθρός ως ήταν πάντα, χθόνιος, δυνατός, υπερόπτης …. κινούνταν δραστήρια και με την σιγουριά που του παρείχε η υπεροπλία και ο πολυπληθής στρατός του.
Στην Αθήνα, ένας από τους φοβερότερους και αδίστακτους στρατηγούς του Σουλτάνου, ο Κιουταχή πολιορκούσε στενά την Ακρόπολη. Η πτώση της Ακρόπολης ήταν προ των πυλών και αυτό θα ήταν κυριολεκτικά ένα θανατηφόρο κτύπημα για όλο τον αγώνα της Δ. Στερεάς. Όλες οι προσπάθειες των οπλαρχηγών για να σταματήσουν την προέλαση του Τούρκου κατέληξαν άκαρπες.
Ο κατακτητής ήταν μεθοδικός δυνατός και πειθαρχημένος. Ο μόνος τρόπος που διαφαίνετο για να σωθεί η Αθήνα και μαζί της ο αγώνας, ήταν να βρεθεί ένας τρόπος να διακοπεί η επικοινωνία και η τροφοδοσία του εχθρού, αυτός να κτυπηθεί τμηματικά, καθώς επίσης και οι προεστοί να άρουν τους δισταγμούς και τις επιφυλάξεις που είχαν και να υποστηρίξουν την επανάσταση.
Ο Καραϊσκάκης ήταν από εκείνους που αντιλήφθηκε άμεσα τι έπρεπε να γίνει και το εφάρμοσε με τέτοιο τρόπο, ώστε τα αποτελέσματα για τον εχθρό ήταν ολέθρια. Το Νοέμβριο του 1826 ξεκίνησε για την Αράχωβα από τη Δομβραίνα της Θήβας που βρισκόταν με τα παλληκάρια του,. Μόλις αυτό το έμαθε ο Μουστάμπεης της Λειβαδιάς, ξεκίνησε με 2000 Τούρκους να φτάσει πρώτος στα υψώματα του Παρνασσού έτσι ώστε να προλάβει να κλείσει το δρόμο στον Καραϊσκάκη, όμως δεν πρόκανε. Ο σταυραετός της Ρούμελης, έφτασε πριν από εκείνον με τους άνδρες του και τους οπλαρχηγούς Γ κ΄Δ. Βάγια, Γαρ. Γρίβα, Κ. Καλύβα και άλλους. Έτσι η Αράχωβα μπαίνει πρώτη στο χορό της μάχης, που θα έκρινε την τύχη ολόκληρης της Δ. Στερεάς. Ο ερχομός του Καραϊσκάκη λειτούργησε ως συναγερμός για ολόκληρη την περιοχή και μόνο οι Κοτζαμπάσηδες της Λειβαδιάς, έμειναν διστακτικοί. Ο Καραϊσκάκης όμως δεν στηρίζεται σ΄αυτούς. Είναι πλέον έτοιμος ν΄αρχίσει έναν εξοντωτικό, ανήλεο και θριαμβικό πόλεμο εναντίον του Τούρκου. «Οι αετοί του Παρνασσού και του Ελικώνα τάνυσαν με δύναμη τα φτερά τους και χαιρέτισαν με μαχητικούς αλαλαγμούς αυτή την απόφασή. Ο Καραϊσκάκης από την πρώτη στιγμή που τους συγκέντρωσε τους είπε: ¨Δε χρειάζονται λόγια. Να πιάσουμε τα στενά, να φράξουμε τα μονοπάτια, να κόψουμε τις συγκοινωνίες του εχθρού, να τον κτυπήσουμε, όπου τον βρούμε, να τι πρέπει να κάνουμε. Οι κοτζαμπάσηδες της Λειβαδιάς κι΄προεστοί της Αράχωβας ας πάνε, με τους Τούρκους. Εμείς θέλουμε λεύτερη τη πατρίδα μας και θα πολεμήσουμε¨.
Όλοι συμφώνησαν και χωρίς να χάσουν καθόλου καιρό διασκορπίστηκαν και ταμπουρώθηκαν στα γύρω υψώματα της Αράχωβας, αποκόπτοντας και αποκλείοντας έτσι από παντού τους Τούρκους έχοντας πιάσει όλα τα στενά που οδηγούσαν στη Λειβαδιά, μέχρι το Ζεμενό. Κατ΄αυτό τον τρόπο ο Μουστάμπεης βρέθηκε περικυκλωμένος από ένα ¨σιδερένιο¨ κλοιό, μη περιμένοντας μία τόσο κεραυνοβόλα κίνηση του αντιπάλου του. Αποκλεισμένος πλέον βρέθηκε χωρίς να διαθέτει ούτε τρόφιμα ούτε πολεμοφόδια για μία πολυήμερη μάχη. Οι άντρες του δεν του έφταναν και ούτε θα άντεχαν να αντιμετωπίσουν τις μάχες των Ελλήνων. Επίσης η βοήθεια που περίμενε δεν θα έφτανε ποτέ, γιατί οι καπεταναίοι του Ζεμενού, με τα παλληκάρια τους αποδεκάτιζαν κάθε ενίσχυση που ερχόταν. Έτσι λοιπόν δεν έμενε τίποτα άλλο στους Τούρκους από το να παραδοθούν ή να πεθάνουν πολεμώντας. Η μάχη ξεκίνησε και ήταν πολύ σκληρή. Όλες οι προσπάθειες και επιθέσεις των Τούρκων για να σπάσουν τις γραμμές των Ελλήνων απέβησαν άκαρπες και το μόνο αποτέλεσμα που επέφεραν ήταν να γεμίζουν οι λόφοι από τα κορμιά τους. Ο Καραϊσκάκης είχε προβλέψει όλες τις λεπτομέρειες της μάχης καθώς και οι Ρουμελιώτες κρατούσαν γερά. Τα βόλια έπεφταν σαν βροχή και ο ήχος του καριοφυλλιού γέμιζε με τρόμο την ψυχή του δειλού κατακτητή.
Ο Καραϊσκάκης είχε πει στα παλληκάρια του: ¨προσοχή λεβέντες μου. Κάθε βόλι σας και Τούρκος¨. Και εκείνοι όμως ήξεραν το πόσο ακριβά έπρεπε να ανταλλάζονται τα βόλια τους.
Ο Μουστάμπεης πλέον βρίσκονταν σε απελπιστική θέση. Ο κλοιός όλο και στένευε, σφίγγοντας τον εξοντωτικά. Οι Γρίβας, Καλύβας, Μακρής, προχωρούσαν από το Ζεμενό, σαρώνοντας οτιδήποτε τούρκικο συνάνταγαν στο διάβα τους. Από την άλλη πλευρά ο Καραϊσκάκης, δεν τους άφηνε καιρό ούτε να ανασάνουν.
Το δειλινό στις 23 Νοεμβρίου, ο Τούρκος αρχηγός συγκαλεί συμβούλιο με τους αξιωματικούς στην σκηνή του. Όλοι μαζί προσπαθούν να βρουν διέξοδο σωτηρίας από την τραγική θέση που τους είχαν φέρει οι Έλληνες. Τα τρόφιμα τους είχαν σωθεί και τα πολεμοφόδια τους ήταν πλέον ελάχιστα. Μετά τα γεγονότα του Ζεμενού είχαν αντιληφθεί πως δεν μπορούσαν πια να περιμένουν καμία βοήθεια. Η ολοκληρωτική τους καταστροφή ήταν πλέον σίγουρη. Τους έμενε μόνο μία διέξοδος, που χαρακτηρίζει πάντα τους απελπισμένους που όμως δεν θέλουν να το παραδεχθούν και να παραδωθούν. Η έξοδος. Έτσι αποφάσισαν λίγο πριν τα ξημερώματα της 24ης Νοεμβρίου να κάνουν την απέλπιδα προσπάθεια εξόρμησης και έτσι άρχισε η μεγάλη μάχη που στάθηκε σταθμός για την μετέπειτα πορεία της Επανάστασης και που σε σπουδαιότητα συγκρίνεται με εκείνη της καταστροφής του Δράμαλη στα Δερβενάκια. Οι Έλληνες όμως ήταν προετοιμασμένοι και τους περίμεναν ταμπουρομένοι. Ο Καραϊσκάκης είχε καταλάβει τα σχέδια των Τούρκων και τους ετοίμασε υποδοχή άνευ προηγουμένου. Ο Μουστάμπεης δεν περίμενε αυτή την αντίδραση των Ελλήνων. Είχε την εντύπωση πως θα αιφνιδίαζε τους Έλληνες και πως θα περνούσε χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία. Έτσι, μόλις ξεκίνησε με τ΄ασκέρι του, δέχτηκε ένα κατακλυσμό από βόλια που σκόρπισαν τον πανικό και τον θάνατο στους στρατιώτες του. Με ξεφωνητά τρόμου, σκόρπισαν στους γύρω λόφους μέσα στο σκοτάδι για να σωθούν. Οι Τούρκοι μη περιμένοντας το τι θα συναντούσαν, αιφνιδιάστηκαν από έναν εχθρό, που ήταν έτοιμος να αντιμετωπίσει κάθε ενδεχόμενο. Ο Μουστάμπεης δεν μπορούσε πια να συγκρατήσει τον στρατό του και έβλεπε με δέος και τρόμο τον αποδεκατισμό των ανδρών του από τα αλάθευτα βόλια των Ελλήνων. Και εκεί που στέκονταν αποσβολωμένος και ¨απολιθωμένος¨ από την απρόσμενη καταστροφή, ξαφνικά ένα βόλι τον βρίσκει στο κεφάλι και τον ρίχνει κάτω νεκρό. Αυτό ήταν και το τέλος της μάχης, που πέρασε πλέον στη δεύτερη φάση της. Οι Τούρκοι αποσύρθηκαν πάλι στα ταμπούρια που είχαν αφήσει και λούφαξαν εκεί. Όταν ξημέρωσε, έστειλαν έναν Έλληνα που ήταν μαζί τους, τον Τάτση Μαγγίνα, δίνοντάς του και 500 χιλ. γρόσια, για λύτρα, ώστε να κανονίσει με τον Καραϊσκάκη τους όρους της ανακωχής. Είχαν πια αντιληφθεί πως τα πάντα είχαν χαθεί για αυτούς και δεν τους έμενε τίποτα άλλο παρά να ζητιανέψουν για την ζωή τους, από τους επαναστατημένους σκλάβους.
Όμως και εδώ σκέφτηκαν με την νοοτροπία του Δεσπότη που δεν βλέπει γύρω του ανθρώπους, παρά υποδεέστερες υπάρξεις.
Οι Έλληνες βεβαίως δεν ήταν δυνατόν να θυσιάσουν την νίκη τους, χωρίς θετικά για αυτούς αποτελέσματα. Έτσι για να αφήσουν ελεύθερους τους Τούρκους τους έβαλαν τους εξής όρους: Εκτός από τα χρήματα και τους ομήρους, να παραδώσουν όλο τον οπλισμό τους, καθώς και να απελευθερώσουν την Λειβαδιά και την Άμφισσα.
Οι Τούρκοι αρνήθηκαν και αποφάσισαν να κάνουν νέα εξόρμηση για να σπάσουν τον κλοιό και να φύγουν. Έτσι το μεσημέρι της 14ης Νοεμβρίου, ο εχθρικός στρατός, πήρε την κατεύθυνση για την Λειβαδιά, παρατεταγμένος σε θέση μάχης. Οι Τούρκοι αξιωματικοί ήταν αισιόδοξοι και σε κάθε στιγμή μιλούσαν στους στρατιώτες τους για να τους εμψυχώσουν και να τους τονώσουν το ηθικό, … τους μιλούσαν για τις μεγάλες αμοιβές και τα δώρα που τους περίμεναν ύστερα από την ¨βέβαιη νίκη¨ που τους έλεγαν πως είχαν μπροστά τους. …. Ξαφνικά όμως μια καινούργια κόλαση πυρός τους έζωσε και τους έφραξε το δρόμο απ΄όποιαδήποτε κατεύθυνση και ¨σαν να ξερνούσε γίγαντες η γης¨ από παντού ξεπετιόντουσαν Έλληνες με τα σπαθιά στα χέρια, και όρμησαν πάνω στους έντρομους Τούρκους. Είναι η υπέρτατη θυσία προς την λευτεριά, που οι διψασμένοι Έλληνες για αυτή, αψηφούν τα πάντα και πέφτουν ως ολετήρας πάνω στους Τούρκους. Οι εχθροί είναι πάνω από 1300 ους που έπεσαν από το χωρίς έλεος σπαθί των παλληκαριών της Ρούμελης. Μέσα σ΄αυτούς κείτονταν και οι περισσότεροι αρχηγοί τους. Αιχμάλωτοι πιάστηκαν 200 άτομα με πλήρη τον εξοπλισμό τους. Όσοι ξέφυγαν από το επαναστατικό βόλι του Έλληνα, οι περισσότεροι από αυτούς βρήκαν φρικτό θάνατο στα φαράγγια του Παρνασσού από το ανυπόφορο κρύο και τα χιόνια του βαρύ χειμώνα.
Από τους 2000, τελικά μόλις 200οι μπόρεσαν να σωθούν σε ελεεινή κατάσταση και αχρηστευμένοι από τις ταλαιπωρίες και τα κρυοπαγήματα. Αντίθετα οι Έλληνες είχαν μόνο 8 σκοτωμένους και 9 πληγωμένους, σε αυτή τους την εποποιία.
Η Ρούμελη ανέπνευσε πλέον και μαζί της και ολόκληρη η Ελλάδα, που άρχισε πια να τρέφει τις πιο αισιόδοξες ελπίδες για το αίσιο τέλος του αγώνα της.
Ο θρίαμβος του Καραϊσκάκη και των παλληκαριών του, στις ράχες και τα μονοπάτια του Παρνασσού και της Αράχωβας τόνωσαν το ηθικό των αγωνιζόμενων Ελλήνων και αναπτέρωσαν τις ελπίδες του λαού.
Και έτσι, όπως σε κάθε τέτοιες στιγμές που ένας βαθύτατος πόθος βρίσκει διέξοδο και ολοκληρώνεται –υψώνοντας ένα τρόπαιο στα ιδανικά του- και κάνοντας την ιστορία του τραγούδι, έτσι και τώρα, έψαλλε την νίκη του Καραϊσκάκη με τούτα τα λόγια
¨ Φύσα τ΄αγέρι του βουνού κι΄αγέρι του πελάγου
να πας τα χαιρετίσματα, στου Μουσταή τη μάννα.
Τ΄ασκέρι του κι΄ο Μουσταής, οι Τούρκοι …………
κείτονται στην Αράχωβα κορμιά χωρίς …….
βάνουν της γης τα στρώματα, πέτρες για μαξιλάρια
βάνουν πάνω σκεπάσματα του φεγγαριού τη λάμψι.
Ένας αητός επέταξε κι΄οι άλλοι τον ρωτούνε.
Αητέ μ΄πως πάει ο πόλεμος, το κλέφτικο ντουφέκι;
Καραϊσκάκης πάει μπροστά και πίσω ο Καλύβας
και παρά πίσω οι σταυραϊτοί με τα σπαθιά στα χέρια.
Η Κυβέρνηση τότε, πανηγύρισε μεγαλόπρεπα την 24η Νοεμβρίου 1826, σαν την ημέρα εκείνη που άνοιξε διάπλατα τον δρόμο της απολυτρώσεως στην υπόδουλη χώρα.
Σημ. ¨¨Κάποια γλωσσολογικά συντακτικά και ορθογραφικά στοιχεία στο κείμενο, κρατήθηκαν επί τούτου¨¨ .
Επιμέλεια, προσαρμογή, επεξεργασία:
Σπ. Καμπιώτη (Αφ. Αν. Καθηγητή Παν/μιου Αθηνών)