Αρχείο κατηγορίας Αθλητισμός

ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΖΩΗΣ

Ένα άκρως ενδιαφέρον κανάλι (video-magazine / βιντεο-περιοδικό).

Κάθε μικρή ιστορία που παρουσιάζεται σ΄αυτό, αποτελεί μάθημα ζωής για τον κάθε ένα από εμάς, αφού θα δούμε ανθρώπους να υπερβαίνουν τις φυσικές τους δυνάμεις και ικανότητες και να κατορθώνουν το «ακατόρθωτο».

Το μόνο που χρειάζεται σε τούτη την ζωή είναι η επιμονή, η πίστη, η δύναμη ψυχής …και τότε όλα είναι δυνατά.

Θεωρούμε πως το κάθε ένα απ΄ αυτά τα μικρά επεισόδιά που παρουσιάζονται στο διαδυκτιακό αυτό κανάλι, αξίζουν τον κόπο παρακολούθησης.

https://www.youtube.com/@faosmagazine/shorts

Ο χορός ως σύζευξη αθλητισμού και πολιτισμού

Maria.jpg  Μαρία Ι. Κουτσούμπα: Καθηγήτρια, (ΣΕΦΑΑ) Πανεπιστήμιου Αθηνών

Περίληψη

Αν και οι έννοιες αθλητισμός και πολιτισμός συχνά αναφέρονται ως συγκοινωνούντα δοχεία, ωστόσο λίγες είναι οι περιπτώσεις που αναδεικνύουν τη σχέση αυτή μέσα από συγκεκριμένα γνωστικά αντικείμενα του αθλητισμού, του πολιτισμού ή και των δύο. Το εγχείρημα αυτό επιχειρεί η συγκεκριμένη εργασία μέσα από το παράδειγμα του χορού. Σκοπός λοιπόν της παρουσίασης είναι η κατάδειξη του γνωστικού αντικειμένου του χορού ως χαρακτηριστικό παράδειγμα σύζευξης αθλητισμού και πολιτισμού. Για τον σκοπό αυτό αναλύονται οι έννοιες του αθλητισμού και του πολιτισμού, ενώ, παράλληλα, εξετάζεται η φύση του χορού. Διαπιστώνεται ότι ο χορός όντας κινητική δραστηριότητα συνιστά βιολογικό φαινόμενο, ενώ ταυτόχρονα ως κοινωνική διαδικασία που πραγματοποιείται σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, από συγκεκριμένους ανθρώπους και για συγκεκριμένους λόγους συνιστά και πολιτισμικό φαινόμενο. Επιπρόσθετα, ο χορός συνιστά πράξη μέσω της τέλεσης ενός χορευτικού έργου, αλλά και χορευτικό γεγονός που φέρει έντονο πολιτισμικό φορτίο καθώς πραγματοποιείται σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, από συγκεκριμένους ανθρώπους και για συγκεκριμένους λόγους. Υπό αυτή την έννοια, αποτέλεσε και αποτελεί αντικείμενο πολυ-επιστημονικής μελέτης που έλκει το ενδιαφέρον φυσικών και κοινωνικών επιστημών υπερβαίνοντας τις διακρίσεις της φιλοσοφικής θεωρίας του δυϊσμού. Καταληκτικά, είναι η ίδια η φύση του γνωστικού αντικειμένου του χορού που μπορεί να συμβάλλει στη λειτουργία του ως μέσου σύζευξης αθλητισμού και πολιτισμού.

Dance as a conjunction of athletism and culture

 Maria I. Koutsouba: Professor,  University of Athens

 Abstract

Athletism and culture are often referred as communicating vessels. Yet there are few cases that highlight this relation through the lens of particular subjects of athletism, culture or both. The latter constitutes the issue of the present study having as example the subject matter of dance. Thus, the aim of the paper is to study dance as a characteristic example of conjunction between athletism and culture. For this reason, the concepts of athletism and culture are defined while the nature of dance is examined. It is proved that dance as physical activity constitutes a biological phenomenon. At the same time, it constitutes a cultural phenomenon since it takes place in a specific place and time, by specific people and for specific purposes, contributing, thus, to the cultural being. In addition, dance constitutes a dance action as a final piece of work, that is the dance work, is performed. At the same time it is a dance event since it takes place in a specific place and time, by specific people and for specific purposes. From this point of view, dance has attracted and attracts the interest of both the physical and social sciences, surmounting the constraints of dualism. In summary, it is the nature of dance itself that allows it to function as a conjunction of athletism and culture.

Εισαγωγή

Οι έννοιες αθλητισμός και πολιτισμός συχνά αναφέρονται ως συγκοινωνούντα δοχεία σε πλείστες των περιπτώσεων της ζωής μας. Κάποια ενδεικτικά μόνο παραδείγματα σε σχέση με την πληθώρα αυτών που κανείς απαντά είναι τα ακόλουθα: α) τίτλοι συγγραμμάτων όπως αυτοί του κλασικού έργου των Ελίας και Ντάνινγκ (1998) ‘Αθλητισμός και ελεύθερος χρόνος στην εξέλιξη του πολιτισμού’ ή το σύγγραμμα του Σαϊτάκη (2006) ‘Παιδαγωγική και Αθλητισμός. Παράδοση-Αθλητισμός-Πολιτισμός’, β) ονόματα θεσμικών οργάνων όπως αυτά του Συμβουλίου Παιδείας, Νεολαίας, Πολιτισμού και Αθλητισμού (Education, Youth, Culture and Sport Council-EYCS) (http://www.consilium.europa.eu/en/council-eu/configurations/eycs/), του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού (http://www.yppo.gr/0/gindex.jsp) ή των Οργανισμών Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας όπως αυτών του Δήμου Αθηναίων (http://www.opanda.gr/) ή του Δήμους Κοζάνης (http://oapnkozanis.gr/), γ) θεματολογία συνεδρίων όπως αυτού με τίτλο ‘Αθλητισμός & Πολιτισμός. Παράγοντες κοινωνικής συνοχής’ (http://www.kedke.gr/?p=7107), δ) εφαρμογές όπως αυτής της ψηφιακής πλατφόρμας ‘Πολιτισμός-Αθλητισμός στην πόλη μας’ του Δήμου Κορυδαλλού μέσω της οποίας «οι ενδιαφερόμενοι χρήστες μπορούν να κάνουν αναζήτηση και να έχουν πρόσβαση σε βασικές πληροφορίες για όλους τους πολιτιστικούς και αθλητικούς φορείς του Δήμου Κορυδαλλού» (http://www.democu.gr/), ε) άλλα δημοσιεύματα όπως αυτά του Σπορ FM 94,6 «Ο αθλητισμός είναι πολιτισμός και ο πολιτισμός είναι πάνω απ’ όλα» (http://www.sport-fm.gr/article/544874) ή της ΕΡΤ «Αθλητισμός και Πολιτισμός με την πραγματική σημασία της λέξης» (http://www.ertopen.com/news/ellada/koinwnia/item/34459-).

Ωστόσο, λίγες είναι οι περιπτώσεις που αναδεικνύουν κατ’ ουσία τη σχέση αθλητισμού και πολιτισμού μέσα από συγκεκριμένα γνωστικά αντικείμενα του αθλητισμού, του πολιτισμού ή και των δύο. Το εγχείρημα αυτό επιχειρεί η συγκεκριμένη εργασία μέσα από το παράδειγμα του χορού. Σκοπός λοιπόν της παρουσίασης είναι η κατάδειξη του γνωστικού αντικειμένου του χορού ως χαρακτηριστικού παραδείγματος σύζευξης αθλητισμού και πολιτισμού. Για τον σκοπό αυτό προσδιορίζονται οι έννοιες του αθλητισμού και του πολιτισμού με τον τρόπο που αυτές χρησιμοποιούνται στην παρούσα εργασία και, στη συνέχεια, μελετάται ο χορός στο πλαίσιο αυτό.

Αθλητισμός – Πολιτισμός

Ο αθλητισμός συνιστά μια πολυσύνθετη έννοια για την οποία κατά καιρούς έχουν δοθεί ποικίλοι ορισμοί. Καθώς ο σκοπός της εργασίας δεν αφορά τον ορισμό της έννοιας, για τις ανάγκες του συγκεκριμένου κειμένου θεωρούμε ότι «ο αθλητισμός είναι η συστηματική σωματική καλλιέργεια και δράση με συγκεκριμένο τρόπο, ειδική μεθοδολογία και παιδαγωγική με σκοπό την ύψιστη σωματική απόδοση» (Ζέρβας, 1993:15). Στο σημείο αυτό κρίνεται απαραίτητο να γίνουν κάποιες επισημάνσεις. Μια πρώτη επισήμανση αφορά στο ότι το ανθρώπινο σώμα συνιστά θεμελιώδες συστατικό στοιχείο του αθλητισμού ή, όπως το προσδιορίζει ο Σκαβάντζος (2003), το ανθρώπινο σώμα συνιστά, αριστοτελικά, το υλικόν αίτιον, αλλά και το τελικό αποτέλεσμα. Παράλληλα, ο αθλητισμός είναι ‘ένας κοινωνικός θεσμός’, ‘μια κοινωνική δραστηριότητα’ που εκφράζει μια κοινωνία και τον πολιτισμό της σε δεδομένο τόπο και χρόνο. Για παράδειγμα, στην αρχαία Ελλάδα, ο αθλητισμός στην Αθήνα θεωρούνταν κοινωνικό και πολιτισμικό αγαθό και είχε παιδαγωγικό χαρακτήρα, ενώ, αντίθετα, στην Σπάρτη ο αθλητισμός χρησιμοποιούνταν για την στρατιωτική εκπαίδευση (Ζέρβας 1993; Χατζηχαριστός 2003; https://el.wikipedia.org/wiki/αθλητισμός).

Υπό αυτή την έννοια, ο αθλητισμός συνιστά τόσο βιολογικό όσο και πολιτισμικό φαινόμενο που αποσκοπεί όχι μόνο σε έναν μηχανιστικό τρόπο ανάπτυξης της δύναμης, των κινητικών δεξιοτήτων και της τεχνικής αποτελεσματικότητας, αλλά, επιπρόσθετα, συμβάλλει στην κατανόηση του κόσμου καθώς συνιστά ουσιαστικό στοιχείο ατομικής, κοινωνικής και πολιτισμικής ταυτότητας αφού, το ανθρώπινο σώμα δεν είναι απλώς ένα ‘αντικείμενο’ αλλά ένα πρωταρχικός και ενεργητικός τρόπος του να ‘είμαι στον κόσμο’ (‘being-in-the-world’) (Chandler, Crinin και Vamplew 2002; Koutsouba και Tyrovola 2003; Morgan και Meyer 1988; Polhemus in Carter 1998; van Dalen και Bennett 1971). Στη βάση αυτή άλλωστε ως βασικές συνιστώσες του αθλητικού φαινομένου θεωρούνται η φυσική-φυσιολογική (σωματική-υπερνίκηση ύλης), η ηθική (η εναγώνια προσπάθεια ως ατομικό και κοινωνικό αγαθό), η παιδαγωγική (ο άνθρωπος μαθαίνει τον εαυτό του), η αισθητική (τέχνη με το σώμα) και η μεταφυσική (το αθλητικό φαινόμενο έχει τελετή και αλληγορία) (Σκαβάντζος 2003). Υπό αυτή την έννοια, μια δεύτερη επισήμανση αφορά στο ότι ο αθλητισμός «καθίσταται ένα εργαλείο με εξαιρετική ανθρωπολογική και ανθρωπιστική σημασία» (Σκαβάντζος 2003:19).

Όσον αφορά την έννοια του πολιτισμού, και στην περίπτωση αυτή υπάρχουν ποικίλοι και πολλοί ορισμοί. Για τις ανάγκες πάλι της παρούσας εργασίας υιοθετούμε τη Δήλωση της Mondiacult, της Παγκόσμιας Συνόδου για την Πολιτιστική Πολιτική που διοργανώθηκε το 1982 στο Μεξικό από την UNESCO, σύμφωνα με την οποία ο πολιτισμός προσδιορίζεται με βάση μια ευρεία και μια στενή έννοια. Ειδικότερα, με την ευρεία έννοια ο πολιτισμός:

«αντιπροσωπεύει σήμερα το σύνολο των διαφοροποιών στοιχείων, πνευματικών και υλικών, διανοητικών και συναισθηματικών που χαρακτηρίζουν μία κοινωνία ή μία κοινωνική ομάδα. Συμπεριλαμβάνει, εκτός των γραμμάτων και των τεχνών, τον τρόπο ζωής, τα βασικά δικαιώματα του ανθρώπου, το σύστημα αξιών, τις παραδόσεις και τα δόγματα. […] (UNESCO 1982).

Παράλληλα, με την στενή έννοια, ο πολιτισμός «εννοεί κυρίως το σύνολο των αξιών καθώς και τις γνωστικές και αισθητικές συνήθειες μίας κοινότητας και υπό αυτό το πρίσμα περιλαμβάνει την πολιτιστική κληρονομιά, τις τέχνες, τη λογοτεχνία και τα κινήματα σκέψης» (UNESCO 1982). Στο σημείο αυτό, με βάση την προηγηθείσα οριοθέτηση του πολιτισμού, πρέπει να γίνουν δύο ακόμα επισημάνσεις. Η πρώτη αφορά στο ότι η ευρεία έννοια του όρου πολιτισμός περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, και τα βασικά δικαιώματα του ανθρώπου. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι ήδη από το 1978, στη Γενική Συνέλευση της 20ης Ολομέλειας των Ηνωμένων Εθνών (UNESCO), εγκρίθηκε ο Παγκόσμιος Χάρτης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού (International Charter of Physical Education and Sport) όπου αναφέρονται τα δικαιώματα του ανθρώπου ως προς αυτά, ο οποίος επικαιροποιήθηκε (International Charter of Physical Education, Physical Activity and Sport) το 2015 (http://unesdoc.unesco.org/images/0023/002354/235409e.pdf). Η δεύτερη επισήμανση εστιάζει στο γεγονός ότι η έννοια του όρου πολιτισμός, είτε με την ευρεία είτε με τη στενή έννοια, περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τις τέχνες, τις παραδόσεις και την πολιτιστική κληρονομιά.

Χορός – Αθλητισμός – Πολιτισμός

Ο χορός συνιστά μια από τις τέχνες και, ειδικότερα, μια από τις παραστατικές τέχνες, δηλαδή τις τέχνες που προϋποθέτουν την παρουσία και τη χρήση του ανθρώπινου σώματος που, σύμφωνα με τον Σκαβάντζο (2003), συνιστά, αριστοτελικά, το υλικόν αίτιον, αλλά και το τελικό αποτέλεσμα) και έχουν ως πρωταρχικό και θεμελιώδες ‘υλικό’ την ανθρώπινη κίνηση (Koutsouba, 1997; Κουτσούμπα 2002a, 2005, 2010). Στη βάση αυτή, ο χορός είναι σωματικός/φυσικός (physical). Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα, ο χορός, παραδοσιακά αποτελούσε μέρος της φυσικής αγωγής και του αθλητισμού είτε ως φυσική δραστηριότητα που συμβάλλει στην υγιεινή ή ως “calisthenics” (ασκήσεις με συνοδεία μουσικής) στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα, είτε ως ‘αισθητικός χορός’ για τις γυναίκες (aesthetic dance) γνωστός επίσης και ως μέθοδος Gilbert) ή ‘γυμναστικός χορός’ (gymnastic dance) για τους άνδρες στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου αιώνα σε συνδυασμό με παραδοσιακούς, εθνικούς χορούς, είτε ως ‘φυσικός/σωματικός χορός Colby’ (Colby’s physical dance), ‘Ελληνικός χορός’ (Greek dance) και ‘μοντέρνος εκπαιδευτικός χορός του Laban’ (Laban’s ‘modern educational dance) στα μέσα του 20ου αιώνα (Ginner 1945; Glaister 1987; Howlett 1989; Κάρδαρης, 2012; Koutsouba και Tyrovola 2003; Κουτσούμπα 2012; Kraus 1980; Smith-Autard 1994), ενώ από τα μέσα του 20ου αιώνα ποικίλα μοντέλα εμφανίστηκαν για τον χορό στην εκπαίδευση (βλ. Πίνακα 1) που οδήγησαν σε μια αναθεώρηση του χορού στο πλαίσιο αυτό (McFee 1992, 1994; Gulbenkian Foundation 1989; Dimonstein 1985).

πινακας1.jpg

Ο χορός είναι όμως και σωματοποιημένος (embodiment), καθώς το σώμα ως ‘βιωμένο σώμα’ συνιστά κοινωνικό υποκείμενο (Αλεξιάς 2006) και κοινωνική κατασκευή (Grau 1998) που διαδραματίζει έναν ενεργητικό και δυναμικό ρόλο στη συγκρότηση του κοινωνικού γίγνεσθαι (Koutsouba 1997). Στη βάση αυτή, ο χορός συνιστά ένα ιδιαίτερο ‘είδος πολιτισμικής γνώσης’ (Sklar, 1991), καθώς έχει τη δυνατότητα μέσα από μία ποικιλία διαύλων μη-λεκτικής επικοινωνίας (κιναισθητικούς, οπτικούς, ηχητικούς, κ.ά.) (Κουτσούμπα 2002a, 2003, 2004), να εξωτερικεύει συγκεκριμένο περιεχόμενο και αφηρημένες έννοιες (Lange 1981). Επιπλέον, τα συγκεκριμένα χορευτικά γεγονότα στα οποία εκτελείται, παρέχουν τα πλαίσια αναφοράς για τον τρόπο που οι άνθρωποι πραγματώνουν και δομούν την ταυτότητά τους (Cowan 1990). Έτσι, το είδος του χορού που εκτελείται, το χορευτικό γεγονός που ενσωματώνεται, το ποιός τον εκτελεί, προς ποιόν τον εκτελεί και για ποιό λόγο, συνιστά ένα “παιχνίδι” ταυτότητας, η μελέτη του οποίου μπορεί να αποκαλύψει τους κανόνες του “παιχνιδιού”, ή αλλιώς να διαφωτίσει τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνεται η πολιτισμική ταυτότητα (Koutsouba 1991, 1997; Κουτσούμπα 2002b).

Υπό αυτή την έννοια, εάν θεωρήσουμε ότι «οι πολιτισμοί είναι χάρτες νοήματος που κάνουν τον κόσμο κατανοητό» (Jackson, οπ. αναφ. στο Swedlow 1998:40), τότε ο χορός μπορεί να συμβάλλει στην κατανόηση αυτή. Ο χορός λοιπόν συνιστά μια «εκδήλωση της ανθρώπινης δραστηριότητας και συμπεριφοράς» που φανερώνεται με διάφορες μορφές (ως κινητική-φυσική αλλά και κοινωνική δραστηριότητα, ως τελετουργική ή καλλιτεχνική πράξη, ως πράξη κοινωνικοποίησης, αναπαράστασης έμφυλων σχέσεων και ταυτοτήτων, πολιτική, θεραπευτική, ως εκπαιδευτική διαδικασία, ως διασκέδαση και ψυχαγωγία κ.ά.) (Τυροβολά 2015)

Μήπως τελικά ο χορός, στη βάση όλων των παραπάνω, λειτουργεί ως σύζευξη αθλητισμού και πολιτισμού?

Συζήτηση-Συμπεράσματα

Ο χορός συνιστά βιολογικό και πολιτισμικό φαινόμενο (Κουτσούμπα, 2002a, 2005, 2010): βιολογικό γιατί είναι μια κινητική δραστηριότητα του ανθρώπινου σώματος (Lange 1976) και πολιτισμικό αφού είναι μια κοινωνική διαδικασία που πραγματοποιείται σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, από συγκεκριμένους ανθρώπους και για συγκεκριμένους λόγους συμβάλλοντας έτσι στο πολιτισμικό γίγνεσθαι. Ταυτόχρονα, ο χορός συνιστά πράξη και γεγονός: πράξη γιατί μέσα από τη σύνθεση των συστατικών στοιχείων της κίνησης του ανθρώπινου σώματος διαμορφώνεται και μορφοποιείται κάθε φορά ένα τελικό αποτέλεσμα που είναι το χορευτικό έργο (Adshead 1988) και γεγονός γιατί ο χορός διαμορφώνει μια «χωρικά, χρονικά και εννοιολογικά ‘οριοθετημένη’ σφαίρα αλληλεπίδρασης… [όπου] τα άτομα αυτοπαρουσιάζονται μέσα σε και μέσα από… πρακτικές» (Cowan 1998:10). Η τέχνη λοιπόν του χορού «πρόκειται για σύνθετη μορφή ανθρώπινης συμπεριφοράς που εκφράζεται με ποικίλους, κατά περίπτωση, συνδυασμούς χώρο-χρονικών κινητικών σχημάτων. Παράλληλα, συνιστά αναπόσπαστο μέρος της κοινωνικής πρακτικής και της συνολικής δομής ενός πολιτισμικού συστήματος» (Τυροβολά 2015).

Στο σημείο αυτό είναι σκόπιμο να υπενθυμίσουμε κάποια στοιχεία τόσο του αθλητισμού όσο και του πολιτισμού. Αναφέραμε προηγουμένως ότι ο αθλητισμός είναι ‘η συστηματική σωματική καλλιέργεια’, είναι ένας ‘κοινωνικός θεσμός’, ‘μια κοινωνική δραστηριότητα’. Επιπρόσθετα, επισημάνθηκε ότι ο πολιτισμός είναι ‘το σύνολο των διαφοροποιών στοιχείων, πνευματικών και υλικών, διανοητικών και συναισθηματικών που χαρακτηρίζουν μία κοινωνία ή μία κοινωνική ομάδα’ και περιλαμβάνει την πολιτιστική κληρονομιά, τις τέχνες κ.λπ. Με βάση τα παραπάνω συμπεραίνεται ότι ο χορός μπορεί να λειτουργήσει ως σύζευξη αθλητισμού και πολιτισμού (βλ. Σχήμα 1):σχήμα1.jpgΣτο σημείο βέβαια αυτό, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι αυτό δεν ισχύει μόνο για την τέχνη του χορού. Προφανώς όχι. Όμως αναμφίβολα ο χορός, ως μορφή τέχνης που ως υλικό αίτιο και τελικό αποτέλεσμα έχει τον ανθρώπινο σώμα και την κίνηση, και έχοντας έντονο πολιτισμικό φορτίο, μπορεί να πραγματοποιήσει τη σύζευξη αυτή σε μεγάλο βαθμό (βλ. κάποια ενδεικτικά παραδείγματα στο YouTube όπως το Pas de deux του κλασικού μπαλέτου της Λίμνης των Κύκνων στο πλαίσιο του Circus Festival του Μονακό-https://www.youtube.com/watch?v=2_2G15xHg9g,

 

Το χορό σάλσα στο βρετανικό σόου ‘Έχεις ταλέντο’ το 2014 όπου η χορεύτρια είναι 80 ετών, ενώ η καταχώρηση που εμφανίζεται το κατατάσσει στην κατηγορία αθλητικά-https://www.youtube.com/watch?v=hjHnWz3EyHs,

 

ή τον ‘χορό των χιλίων χεριών’, έναν παραδοσιακό θρησκευτικό χορό αρκετά διαδεδομένο στην Κίνα αλλά και σε άλλες χώρες της ανατολικής Ασίας όπου στο συγκεκριμένο βίντεο μια ομάδα 21 Κινέζων χορευτών και χορευτριών που είναι άτομα με ειδικές ανάγκες εκτελεί εντυπωσιακά συγχρονισμένες κινήσεις-https://www.youtube.com/watch?v=Jo0hUKwvYsc).

Καταληκτικά, ο χορός ως γνωστικό αντικείμενο τόσο του αθλητισμού όσο και του πολιτισμού μπορεί να λειτουργήσει ως σύζευξη, ως συνδετικός κρίκος αυτών. Άλλωστε δεν είναι τυχαίο ότι η Maya Angelou (1928-2014), αφροαμερικανίδα συγγραφέας, ηθοποιός, ποιήτρια και στέλεχος της Αμερικανικής Κίνησης για τα πολιτικά δικαιώματα, αναφέρει το ακόλουθο: «Όλα στο σύμπαν έχουν ένα ρυθμό, όλα χορεύουν» (http://www.gnomikologikon.gr/catquotes.php?categ=2125).

Βιβλιογραφικές αναφορές

Adshead, J. (ed.) (2007). Ανάλυση του χορού. Θεωρία και πράξη (επιμ. και μτφρ. ελληνικής έκδοσης Β. Τυροβολά & Μ. Κουτσούμπα). Αθήνα: Πασχαλίδης.

Αλεξιάς, Γ. (2011). Κοινωνιολογία του σώματος: Από τον «Άνθρωπο του Νεάντερταλ» στον «Εξολοθρευτή». Αθήνα: Πεδίο.

Βικιπαίδεια (χ.η.). Αθλητισμός. Ανακτήθηκε στις 23 Απριλίου 2016 από https://el.wikipedia.org/wiki/αθλητισμός.

Calouste Gulbenkian Foundation (1989). The arts in schools: Principles, practice and provision. London: Calouste Gulbenkian Foundation.

Chandler, L.J.T., Cronin, M. & Vamplew, W. (2002). Sport and Physical Education: The Key Concepts. London: Routledge.

Churcher, B. (1971). Physical Education for Teaching. London: Gearge Allen and Unwin.

Cowan, K.J. (1990). Dance and the body politic in Northern Greece. Princeton: Princeton University Press.

Γνωμικολογικόν (χ.η.). Γνωμικά και αποφθέγματα στην κατηγορία χορός. Maya Angelou. Διαθέσιμο στο http://www.gnomikologikon.gr/catquotes.php?categ=2125.

Department of Physical Education and Sport Science, Undergraduate Programme Studies, University of Athens, 2001.

Δήμος Αθηναίων (χ.η.). Οργανισμός Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας. Διαθέσιμο στο http://www.opanda.gr/.

Δήμος Κοζάνης (χ.η.). Οργανισμός Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας. Διαθέσιμο στο http://oapnkozanis.gr/.

Δήμος Κορυδαλλού (χ.η.). e-Πλατφόρμα ‘Πολιτισμός-Αθλητισμός στην πόλη μας’. Διαθέσιμο στο http://democu.gr/el/article/dhmo.

Dimonstein, G. (1985). The place of dance in general education. Journal of Aesthetic Education, 19(4), 77-84.

Ελίας, Ν. & Ντάνινγκ, Ε. (1998) Αθλητισμός και ελεύθερος χρόνος στην εξέλιξη του πολιτισμού. Αθήνα: Δρομέας.

Ελληνική Δημοκρατία-Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού (χ.η.). Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού. Διαθέσιμο στο http://www.yppo.gr/0/gindex.jsp.

ΕΡΤ (χ.η.). Αθλητισμός και Πολιτισμός με την πραγματική σημασία της λέξης. Διαθέσιμο στο http://www.ertopen.com/news/ellada/koinwnia/item/34459-.

European Council – Council of the European Union (χ.η.). Education, Youth, Culture and Sport Council configuration (EYCS). Διαθέσιμο στο http://www.consilium.europa.eu/en/council-eu/configurations/eycs/.

Evans, J. (1981). Movement education and folk dance: a rationale part II. CAHPER Journal, 7, 13.

Ginner, R. (1945). The Greek dance: its value to the world to-day. Journal of Physical Education, 110, 42-47.

Glaister, K.I. (1987). Dance education 1938-1958: the historical views expressed in the Journal of Physical Education’. British Journal of Physical Education, 18(3), 104-106.

Grau, A. (1998). On the Acquisition of Knowledge: Teaching Kinship through the Body among the Tiwi of Northern Australia. Στο V. Keck (ed.), Common Worlds and Single Lives:Constituting Knowledge in Pacific Societies (pp. 71–94) Oxford: Berg.

Howlett, R. (1989). Dance in education: the reality and the dream. Movement and Dance, 78, 19-24.

Χατζηχαριστός, Δ. (2003). Σύγχρονο Σύστημα Φυσικής Αγωγής. Από τη θεωρία στην πράξη. Αθήνα: αυτό-έκδοση.

Κάρδαρης, Δ. (2012). Ιστορία του ελληνικού χορού. Αθήνα: Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων.

Koutsouba, M. (1991). The Greek Dance Groups of Plaka: A Case of “Airport Art”. M.A. Dissertation. Guildford: Department of Dance, University of Surrey.

Koutsouba, M. (1997). Plurality in Motion: Dance and Cultural Identity on the Greek Ionian Island of Lefkada. Ph.D. thesis. London: Music Department, Goldsmiths College, University of London.

Κουτσούμπα, Μ. (2000). Ολυμπιακή-αθλητική παιδεία και διαπολιτισμική εκπαίδευση: Το παράδειγμα του χορού. Στο Ι. Γκιόσος (επιμ.), Ολυμπιακή-Αθλητική Παιδεία: Θεωρήσεις-Ζητήματα (σελ. 111-122). Αθήνα: Προπομπός.

Κουτσούμπα, Μ. (2002a). Χορολογία και Εθνοχορολογία/Ανθρωπολογία Χορού. Για μια αποσαφήνιση των όρων. Εθνολογία, 9, 191-213.

Κουτσούμπα, Μ. (2002b). Πολιτισμική ταυτότητα και χορός: μια πρώτη προσέγγιση. Στο Η τέχνη του χορού σήμερα: εκπαίδευση, παραγωγή, παράσταση, Πρακτικά Συνεδρίου Έντεχνου Χορού (σελ. 17-24). Αθήνα: Σύνδεσμος Υποτρόφων Κοινωφελούς Ιδρύματος «Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης».

Κουτσούμπα, Μ. (2003). Ταυτοτικές και ανθρωπολογικές όψεις του παραδοσιακού χορού. Στο Ν. Γύφτουλας κ.ά., Τέχνες ΙΙ: Επισκόπηση ελληνικής μουσικής και χορού: ελληνική χορευτική πράξη: παραδοσιακός και σύγχρονος χορός (τόμος Ε΄, σελ. 33-45). Πάτρα: Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο.

Κουτσούμπα, Μ. (2004). H συμβολή της διδακτικής του ελληνικού παραδοσιακού χορού στη σύγχρονη ελληνική πολυπολιτισμική κοινωνία. Στο Ε. Αυδίκος, Ε. Λουτζάκη & Χ. Παπακώστας (επιμ.), Χορευτικά Ετερόκλητα (σελ. 213-226). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Κουτσούμπα, Μ. (2005). Σημειογραφία της χορευτικής κίνησης: το πέρασμα από την προϊστορία στην ιστορία του χορού. Αθήνα: Προπομπός.

Κουτσούμπα, Μ. (2010). Η μελέτη και η έρευνα του χορού. Στο Η. Δήμας, Β. Τυροβολά & Μ. Κουτσούμπα, Ελληνικός παραδοσιακός χορός. Θεωρήσεις για το λόγο, τη γραφή και τη διδασκαλία του (σελ. 65-76). Αθήνα: αυτό-έκδοση.

Κουτσούμπα, Μ. (2012). Αναστοχασμός και επανερμηνεία του παρελθόντος: ιστορική πορεία και ζητήματα ταυτότητας της διδασκαλίας του ελληνικού λαϊκού παραδοσιακού χορού στους καθηγητές σωματικής αγωγής από το 1909 μέχρι το 1983. Κινησιολογία: Ανθρωπιστική Κατεύθυνση, 1, 32-39. Διαθέσιμο στο http://kinisiologia.phed.uoa.gr/fileadmin/kinisiologia.phed.uoa.gr/uploads/KOUTSOUBA.pdf.

Koutsouba, M. & Tyrovola, V. (2003). A complimentary existence: a rationale for the teaching of Greek folk dance in the Departments of Physical Education and Sport Science in Greece. Στο Sport and Quality of Life, Proceedings of II World Congress of Physical Activity and Sport Sciences (pp. 103-108). Granada, Cd-rom, ISBN 84-688-3736-9.

Krauss, R. (1980). Ιστορία του χορού. Αθήνα: Νεφέλη.

Lange, R. (1976). Some notes on the anthropology of dance. Dance Studies, 1, 38-46.

Lange, R. (1981). Semiotics and dance. Dance Studies, 5, 13-21.

McFee, G. (1992). Understanding dance. London and New York: Routledge.

McFee, G. (1994). The concept of dance education. London and New York: Routledge.

Morgan J.W., & Meier V.K. (eds.) (1988). Philosophical inquiry in sport (2nd edition). USA: Human Kinetics.

Polhemus, T. (1998). Dance, gender and culture. Στο A. Carter (ed.), The Routledge Dance Studies Reader (pp. 171-179). London and New York: Routledge.

Σαϊτάκη, Ι. (2006). Παιδαγωγική και Αθλητισμός. Παράδοση-Αθλητισμός-Πολιτισμός. Αθήνα: Παπαζήσης.

Σκαβάντζος, Κ. (2003). Τρεις προτεινόμενοι ορισμοί του Αθλητισμού. Φιλοσοφία και Παιδεία, 30, 17-20.

Sklar, D. (1991). On dance ethnography. CORD Dance Research Journal, 23(1), 6-10.

Smith-Autard. J. (1994). The art of dance in education. London: Black Publishers.

Σπορ FM 94,6 (χ.η.). Ο αθλητισμός είναι πολιτισμός και ο πολιτισμός είναι πάνω απ’ όλα. Διαθέσιμο στο http://www.sport-fm.gr/article/544874.

Swerdlow, L.J. (1999). Παγκόσμιος πολιτισμός. National Geographic, 3(2), 40-43.

Τυροβολά, Β. (2015). Ανάλυση της μορφής. Μέθοδοι προσέγγισης και τεχνικές ανάλυσης της δομής και του ύφους. Εισήγηση στο 1ο Σεμινάριο διδασκαλίας του ελληνικού παραδοσιακού χορού με τίτλο «Μορφή και κίνηση. Εισαγωγή στη μορφολογική μέθοδο διδασκαλίας του ελληνικού παραδοσιακού χορού: θεωρία και πράξη». Θεσσαλονίκη: Κέντρο Έρευνας και Μελέτης του Παραδοσιακού Χορού και Λαϊκού Πολιτισμού «Διόνυσος».

UNESCO (1982). World Conference on cultural policies. Final report. Paris: UNESCO. Διαθέσιμο στο http://unesdoc.unesco.org/images/0005/000525/052505eo.pdf.

UNESCO (2015). Revised International Charter of Physical Education, Physical Activity and Sport. Paris: UNESCO. Διαθέσιμο στο http://unesdoc.unesco.org/images/0023/002354/235409e.pdf.

van Dalen B.D. & Bennett L.B. (1971). A world history of Physical Education: Cultural, philosophical, comparative (2nd edition). New Jersey: Prentice Hall, Englewood Cliffs.

Ζέρβας, Ι. (1993). Ψυχολογία Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού. Αθήνα: αυτό-έκδοση.

Η Αποκατάσταση της Αλήθειας για ένα Άθλημα με βαθιά Ελληνικές ρίζες

του Σπύρου Καμπιώτη (Παν/κου, Ερευνητή, Συγγραφέα)

Εισαγωγή

Το ακροβατικό στοιχείο, ο πρόγονος της ενόργανης γυμναστικής, δεσπόζει από αρχαιότατους χρόνους στις διάφορες κοινωνικές εκδηλώσεις όπως θρησκευτικές, εορταστικές, πολιτικές κ.α., και φτάνει στις μέρες μας όχι πλέον ως μέσον επίδειξης ή ψυχαγωγίας αλλά ως ξεχωριστό αυτόνομο αγωνιστικό άθλημα με εκπληκτικές επιδόσεις σε επίπεδο Ολυμπιακών Αγώνων. Η ενόργανη γυμναστική είναι το αγώνισμα εκείνο όπου πολλοί αναφέρονται με θαυμασμό για την ομορφιά, τη χάρη και το δυναμισμό των αθλητών-τριών που ασχολούνται με αυτή. Άλλοι πάλι αναφέρονται με επιφύλαξη ή και επικριτικά λέγοντας ότι οι κινήσεις και οι σειρές (ρουτίνες) που εκτελούνται έχουν κάτι το αφύσικο, κάτι το υπερβολικό. Όλοι όμως συμφωνούν ότι πρόκειται για ένα υπέροχο άθλημα και θαυμάζουν τους ανθρώπους που ασχολούνται με αυτό[1].

[1] Καμπιώτης Σ. (2001). Ενόργανη Γυμναστική: Ένα άθλημα με βαθιά Ελληνικές ρίζες. Φυσική Αγωγή Αθλητισμός Υγεία. Τευχ. 10-11. Κρήτη

Η ενόργανη γυμναστική θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτελείται από κατεργασμένες και εκλεπτυσμένες κινήσεις. Ως ακατέργαστες τις κινήσεις αυτές τις συναντάμε ήδη από το λυκαυγές της ύπαρξης του ανθρώπου, ή τις βρίσκουμε ως μιμητικές κινήσεις αυτού, ο οποίος μιμούνταν ζώα, μορφολογικώς συγγενή προς αυτόν. Τέτοιες κινήσεις είναι εξαρτήσεις, στηρίξεις, αιωρήσεις, κ.λ.π..

Πολλοί συγγραφείς αναφέρουν ότι η ενόργανη γεννήθηκε στη Γερμανία κατά τον 19ο μ.Χ. αιώνα και ότι ο πατέρας της ήταν ο Ludwing Jahn (1778-1852) ο οποίος μάλιστα παρουσίασε τα πρώτα όργανα και τις πρώτες ασκήσεις το 1811 (Zwarg, 1981; Πρώιος,1992; Σατρατζέμης, 2000; κ.α.). Υπάρχει όμως και μία άλλη εκδοχή όπως αυτή αναδύεται ιστορικά μέσα από τα αρχαία  κείμενα και την καταγεγραμμένη ιστορία που συνδέουν άμεσα το άθλημα αυτό καθώς και την καταγωγή του με την Ελλάδα.

 Προ-Κρητομυκηναϊκή και Κρητομυκηναϊκή περίοδος: Τα πρώτα ακροβατικά συγγενή στοιχεία με την ενόργανη εμφανίζονται στην Αίγυπτο περί την 3ην π.χ. χιλιετηρίδα (εικ.1), με διαφορετική φιλοσοφία, μορφή και περιεχόμενο από εκείνη της  μετέπειτα Κρητομυκηναϊκής περιόδου.

αιγυπτιακές αναπαραστάσεις
Εικ. 1  Αιγυπτιακές αναπαραστάσεις της 3ης π.χ. χιλιετηρίδας

Προχωρώντας στην Κρητομυκηναϊκή  περίοδο, κοντά στο 1600 π.χ. και έπειτα στα Ομηρικά χρόνια, παρατηρείται ότι αρκετά στοιχεία γυμναστικής περιέχουν έντονα τον ακροβατισμό. 

Το αγαπημένο άθλημα των Κρητών κατά τον Gardiner (1910) ήταν η ταυρομαχία –(που κατείχε την πρώτη θέση μεταξύ των άλλων αθλημάτων)- η οποία όμως δεν έχει καμία σχέση, με τη γνωστή ταυρομαχία που φτάνει ως τις μέρες μας. Το κυβίστημα είναι η συνήθης αγαπημένη ακροβατική άσκηση της τότε εποχής και απ’ ότι φαίνεται δεν είναι άλλη από την γνωστή μας σήμερα απλή άσκηση, αυτή της ανεστραμμένης στήριξης ή κατακορύφου, η οποία εκτελούνταν με παραλλαγές είτε στο έδαφος είτε πάνω σε ταύρους (εικ. 2a,b).

παράσταση κυβιστήματος.jpg
Εικ.2: a. Παράσταση κυβιστήματος σε σφραγιδόλιθο,  b. Εξέλιξη του κυβιστήματος κατά τα Ταυροκαθάψια πάνω σε χρυσό δακτυλίδι (Οξφόρδη Ashmolean Museum)

Αν κάποιος παρατηρήσει την τοιχογραφία του 1600 π.χ. που βρίσκεται στο μουσείο της Κρήτης -και η οποία αποκαλύφτηκε σε διάσπαρτα κομμάτια το 1901 από τον Evans-, βλέπει τις επικίνδυνες σκηνές απ’ τα κρητομυκηναϊκά ταυροκαθάψια. Σ’ αυτή την εικόνα η φιγούρα «ταυρομάχος-ακροβάτης» βρίσκεται σε ανεστραμμένη στήριξη (κατακόρυφο) πάνω σε ένα ταύρο και κάποια κοπέλα[2] –πιθανόν και αυτή ακροβάτιδα- στέκεται στο πίσω μέρος του ταύρου με τα χέρια ανυψωμένα σε πρόταση  και ανοικτά (εικ.3), με σκοπό να πιάσει τον ταυροκαθάπτη που εκτελεί την άσκηση πάνω στον ταύρο (Γιαννάκης, 1989; Σακελλαρίου, 1947).

Εικ 14.jpg

Εικ.3 Ταυρομαχία σε τοιχογραφία από τ’ ανάκτορα της Κνωσσού, του 1600π.χ.  Μουσείο Κρήτης (Σακελλαρίου, 1947)

[2] Το φύλλο της φιγούρας συμπεραίνεται από το χρώμα με το οποίο αυτή απεικονίζεται. Ο Σακελλαρίου (1945) σε ένα από τα εξαιρετικότερα -ίσως- διεθνώς ιστορικά συγγράμματα που υπάρχουν, σχετικά αναφέρει. ¨Οι άνδρες στις τοιχογραφίες εικονίζονται με ηλιοκαμένο χρώμα, ενώ οι γυναίκες με δέρμα λευκό. Ο χαρακτηρισμός αυτός δεν είναι απλώς και μόνον καλλιτεχνική συμβατικότης. Οι άνδρες μοχθούσαν στο ύπαιθρο, σχεδόν γυμνοί κάτω απ’ το φλογερό ήλιο κι’ εκτεθειμένοι στο θαλασσινό αέρα¨.

Επίσης, μία άλλη νεαρή ακροβάτιδα βρίσκεται σε βραχιόνιο εξάρτηση στα κέρατα του ταύρου αιωρούμενη, έχοντας έτσι προπαρασκευαστική θέση, για κάποια πιθανή ακροβασία που θα ακολουθήσει στη ράχη του ζώου. Η συγκεκριμένη απεικόνιση αυτής της φιγούρας –δηλ. η εξάρτηση και αιώρηση στα κέρατα του ταύρου- μας δίνει το δικαίωμα να υποθέσουμε ότι ίσως ο πρώτος και μακρινός πρόγονος του σημερινού δίζυγου ανδρών είναι τα κέρατα του ταύρου, μια και σχηματικά, κινητικά και κινηματικά, έχουν πάρα πολλά κοινά στοιχεία. Στην Εικ. 4a,b μπορεί να δει κανείς και να κατανοήσει αυτόν μας τον ισχυρισμό, παρ’ ότι  ο Γιαννάκης (1989) στο σύγγραμμά του «Ιστορία της Φυσικής Αγωγής» παραλληλίζει την συγκεκριμένη κίνηση/άσκηση της απεικόνισης των Ταυροκαθαψίων με σύγχρονη άσκηση της ενόργανης στο άλμα (εικ. 5). Ωστόσο ότι και αν ισχύει από τα δύο, γεγονός είναι ότι η ενόργανη γυμναστική έχει τις βαθιές της ρίζες  σε εκείνη την περίοδο, και όχι αργότερα και σε άλλους τόπους όπως η Γερμανία που συχνά συναντάμε να αναφέρεται σε αρκετά συγγράμματα.

Screenshot_1.jpg

Εικ.4: a. Σφραγιστόλιθος του 1600 π.χ. και αναπαράσταση Ταυροκαθαψίων κατά τον Evans (Γιαννάκης, 1989), b. Αιώρηση πίσω από βραχιόνιο εξάρτηση στην κατακόρυφο στο δίζυγο (…….και συγκρίνατε)

Screenshot_2.jpg

Εικ. 5: Σύγκριση αναπαράστασης του 1600 π.χ. από τα Ταυροκαθάψια (Evans) και σύγχρονης ενόργανης άσκησης κατά τον Γιαννάκη (1989)

Οι ακροβατικές ικανότητες των Μινωικών απεικονίζονται και σε δύο αγαλματίδια από ελεφαντοστούν που ανακαλύφθηκαν το 1901 στην Κνωσό από τον Evans. Αυτά ΄΄δείχνουν ακροβάτες σε ένα ελεύθερο μετεωρισμό στον αέρα΄΄-(σήμερα η ορολογία είναι πτητική φάση)-. ΄΄Παρόμοιες σκηνές βρέθηκαν αρκετές στην Κρήτη και μία στην Ηπειρωτική Ελλάδα, η γνωστή τοιχογραφία της Τιρύνθου. Παρά τις αντιγνωμίες μερικών αρχαιολόγων, η γνώμη που επικρατεί είναι πως εικονίζουν ακροβάτες να επιδεικνύουν τη δεξιότητά τους με υπερπήδηση, κατακόρυφο αναστροφή (η σημερινή ορολογία είναι ανεστραμμένη στήριξη ή κατακόρυφος) και κυβίστηση πάνω απ’ τη ράχη του ταύρου, που βρίσκεται σε πλήρη καλπασμό΄΄ (Σακελλαρίου, 1947).Screenshot_3.jpg

Εικ. 6: Αναπαράσταση των ταυροκαθαψίων από τον Αρη Κουτάκη (2002)[3], όπου απεικονίζεται μία γυναίκα ακροβάτιδα να εκτελεί την άσκησή της ευρισκόμενη σε ανεστραμμένη θέση /κατακόρυφο πάνω στον αγριεμένο και καλπάζοντα Ταύρο.

[3] Αρης Κουτάκης (2002). Τα Πανάρχαια Μυστήρια της Κρήτης. Περιοδικό ΙΧΩΡ, 26, σελ.22-23. Αθήνα.

Ο Σακελλαρίου αναφέρει ΄΄ένας συνεχής ακροβατισμός και επίδειξης ευκινησίας, αντιμετώπισης και διαφυγή του τρομερού αντιπάλου, υπερπήδημά του, κυβιστήματα στη ράχη του (του ταύρου) ή στα κέρατά του και εξάντλησις και καταβολή του ταύρου με την κούραση, ήσαν τα χαρακτηριστικά γνωρίσματά της (της ταυρομαχίας). Οι γυναίκες διεκρίθησαν σ’ αυτήν σαν πιο ευκίνητες΄΄.

Από τα παραπάνω διακρίνει κανείς εύκολα την αναφορά που γίνεται στο ακροβατικό στοιχείο –βασικό στοιχείο της ενόργανης γυμναστικής-, καθώς και τις λέξεις ΄΄υπερπήδημα΄΄ που σημαίνει διαπέραση του κινούμενου εμποδίου από πάνω και εν προκειμένω του ταύρου, με κάποια τεχνική εν είδη χειροκυβίστησης[4]. Αξιοπρόσεκτη είναι και η ορολογία κυβιστήματα –μέχρι σήμερα υπάρχει η ορολογία κυβίστηση- στη ράχη του ταύρου. Η τελευταία φράση που αναφέρει, ΄΄Οι γυναίκες διεκρίθησαν ….. σαν πιο ευκίνητες΄΄ χρήζει προσοχής. Σε αυτό το σημείο πρέπει να κάνουμε τις εξής προσεγγίσεις: α)την βιολογική προσέγγιση, δηλ. ότι η γυναίκες είναι περισσότερο ευκίνητες από τους άνδρες και β)την κοινωνιολογική (από πλευρά χειραφέτησης), δηλ. τη συμμετοχή της γυναίκας στις αθλητικές δραστηριότητες όπως και οι άνδρες και μάλιστα με την ίδια περιβολή, ως ίσος προς ίσον. Ο Γιαννάκης (1989) αναφέρει  ΄΄Κατά τη διάρκεια του Μινωικού και Μυκηναϊκού πολιτισμού η γυναίκα παίρνει μέρος στα θεαματικά και επικίνδυνα ταυροκαθάψια, ακροβατικά αγωνίσματα πάνω σε ταύρους΄΄….. Έχει το δικαίωμα να παρακολουθεί και να οργανώνει αγώνες΄΄. Αυτή η ίση μεταχείριση της γυναίκας στις ιστορικές περιόδους που ακολουθούν -Ομηρικούς και κλασσικούς χρόνους, Βυζαντινή περίοδο, Μεσαίωνα, Αναγέννηση, κ.ο.κ.- σχεδόν εξαφανίζεται (εκτός κάποιων εξαιρέσεων) και ο ρόλος της σε εκείνες τις περιόδους, περιορίζεται στα του οίκου (πράγμα που εν πολλοίς ισχύει σε κάποιες χώρες μέχρι και τις μέρες μας). Μάλλον πρέπει να παραδειγματιζόμαστε ακόμα και σήμερα από τις συμπεριφορές του υπέροχου αυτού αρχαίου Κρητικού κόσμου.

[4] Ορολογία σημερινής άσκηση της Ενόργανης

Ομηρικοί και Κλασσικοί χρόνοι

Στα Ομηρικά χρόνια τα οποία έπονται του Κρητομυκηναϊκού πολιτισμού αναφέρονται οι «κυβιστήρες»[5]  και οι «αρνευτήρες»[6]. Και οι μεν και οι δε είναι οι ακροβάτες της εποχής (Χθών, 1998). Οι κυβιστήρες (΄΄μολπής εξάρχοντος εδίνευον κατά μέσους΄΄ Σακελλαρίου,1947), χόρευαν δηλ. γυρίζοντας στο ένα πόδι σαν τον τροχό του κεραμέα ή βάδιζαν με τα χέρια στο έδαφος και τα πόδια στον αέρα (χειροβάδιση με το σώμα ανεστραμμένο στην κατακόρυφο). Οι αρνευτήρες (΄΄που ήσαν «μαλ’ ελαφροί άνδρες», για κυβιστήσεις΄΄(Σακελλαρίου,1947), έκαναν πηδήματα με στροφές στον αέρα, τούμπες κ.α.. (Σακελλαρίου,1947; Χρυσάφης, 1931; Χρυσάφη, 1965).

Οι Αθηναίοι αργότερα έδειξαν και αυτοί αρκετό ενδιαφέρον για τις ακροβασίες. ΄΄Ο Ηρόδοτος[7]  αναφέρει πως οι Αθηναίοι αριστοκράτες δεν περιφρονούσαν την εξάσκηση με ακροβασίες. Στα Παναθήναια οι ακροβάτες επεδείκνυαν τις ικανότητές τους, τέτοιες δε σκηνές εικονίζονται σε Αττικά αγγεία. Στην Εθνική Βιβλιοθήκη των Παρισίων βλέπουμε σήμερα σε αρχαίο Παναθηναϊκόν αγγείο, απ’ τη Νεκρόπολη της Καμείρου, ακροβάτες σε δράση΄΄(Σακελλαρίου, 1947).

Mετά τον Ζ΄ π.χ. αιώνα και κατά τους κλασσικούς χρόνους γίνονται αναφορές γύρω από τη γυμναστική που ξεχωρίζει μάλιστα από την αγωνιστική, όμως η αναφορά στον όρο γυμναστική αφορά την γύμναση των ασκουμένων με την ευρύτερη έννοια. Υπάρχουν αναφορές που έχουν να κάνουν με το ακροβατικό στοιχείο, όπως εκείνη που περιγράφει: ΄΄αφιερώθηκε τρίποδας τον 6ο π.χ. αιώνα στην Αθήνα για μερικά ακροβατικά γυμνάσματα[8], όπως παραδείγματος χάριν το αγώνισμα του αποβάτη΄΄ –ένα σύνθετο αγώνισμα- στα Παναθήναια όπου ο ΄΄αθλητής ανέβαινε και κατέβαινε από το τρεχούμενο άρμα, κάμνοντας ορισμένα ακροβατικά.΄΄ ……..Το αγώνισμα του «αποβάτη» μνημονεύεται και στον Όμηρο και επίσης ανάλογη παράσταση ΄΄είχε σμιλευτεί και στη Ζωοφόρο του Παρθενώνα΄΄(Γιαννάκης, 1989). Αξιοπρόσεχτη είναι επίσης και η αρχαία ΄΄όρχησις΄΄ η οποία συνδύαζε –όπως και σήμερα σε προγράμματα εδάφους γυναικών- το χορό, το γυμναστικό και ενίοτε το ακροβατικό στοιχείο. «Τα μέν τοίνυν της φωνής μέχρι της ψυχής προς αρετής παιδείαν ……….τά δέ γε του σώματος, ά παιζόντων όρχησιν είπομεν, εάν μέχρι τής τού σώματος αρετής ή τοιαύτη κίνησις γίγνηται, την έντεχνον αγωγήν επί τό τοιούτον αυτού γυμναστικήν προσείπομεν»[9]. Η όρχησις με τον καιρό όπως αναφέρει και ο Λουκιανός[10]  καλλιεργήθηκε περισσότερο και εξελίχθηκε. ΄΄Διό και η χρησιμοποίησις αυτής υπό της γυμναστικής΄΄(Παυλίνη, 1928). Ο Γαληνός[11] αναφέρει ότι οι Ορχηστικαί κινήσεις ήταν ΄΄σύντονοι΄΄ και περιελάμβαναν μεγάλα άλματα, και ταχύτατες περιδινήσεις και περιστροφές, ¨και οκλάσεις και εκείθεν εξαναστάσεις και διαστάσεις μεγίστας των σκελών και εν γένει κινήσεις ζωηράς και ταχείας¨. Ο Χρυσάφης (1931) στο σύγγραμμά του «Η Αγωνιστική των Ομηρικών Ηρώων» στο «Σχέσις ορχήσεων και παιδιάς» αναφέρει ΄΄Αν επομένως λάβη τις υπ’ όψιν ότι τους χορευτάς αποκαλεί και κυβιστήρας, ειμπορεί να υποθέση ότι υπήρχαν και είδη χορών κατά τα οποία ο χορευτής προσεπάθει να εκτελέση δυσκόλους κινήσεις, αναπηδήσεις και αναστροφάς του σώματος και πάσης φύσεως επιδείξεις ευστροφίας και δεξιότητας…….΄΄.

[5] Ιλ. Π΄, 750. Οδ. δ΄. 18
[6] Ιλ. Π΄, 742
[7] Ηροδ. VI,129.
[8] Corpus Inscriptionum Atticarum, I-IV, Berlin, 1873-1897.
[9] Πλατ. Νομ. 2,13.
[10] Λουκ. Περί ορχήσεως 25
[11] Γαλην. Υγιειν. Β΄.11

Περίοδος Μακεδονικού Ελληνισμού

Κατά την περίοδο του ΄΄Μακεδονικού Ελληνισμού΄΄ (Μπέγκος, 1970) η σωματική αγωγή είχε να κάνει περισσότερο με τη στρατιωτική προετοιμασία –εξ’ ου και η αήττητος μακεδονική φάλαγγα- παρά με οποιαδήποτε άλλη φυσική δραστηριότητα καθώς επίσης και κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, περίοδος εμφάνισης του επαγγελματισμού στον αθλητισμό (Νικηταράς, 2001).

Περίοδος των Ρωμαίων στην Ελλάδα

Μετά την είσοδο των Ρωμαίων στην Ελλάδα κατά τον 2ο αιώνα π.χ. δεν παρουσιάζονται στοιχεία που να μαρτυρούν ιδιαίτερα, ανάλογες δραστηριότητες που είχαν να κάνουν με τις προηγούμενες περιόδους. Γενικότερα οι Ρωμαίοι πίστευαν ότι για την υποταγή των Ελλήνων αιτία ήταν η έφεση αυτών προς την γυμναστική, πράγμα που για αυτούς –τους Ρωμαίους- ήταν κακή ενασχόληση ΄΄κακοσχολία΄΄[12]. Υπό την παιδαγωγική τους έννοια η γυμναστική και η μουσική δεν ετύγχανε ιδιαίτερης εκτίμησης  από τους αρχαίους Ρωμαίους που ασκούνταν μεν σε διάφορες δραστηριότητες όπως η κολύμβηση, η ξιφασκία, ο δρόμος, τα άλματα, ο ακοντισμός, η ιππασία κ.λ.π., αλλά υπό την έννοια των προπαρασκευαστικών στρατιωτικών ασκήσεων (Ανδρεοπούλου, 1975).

[12] Πλουτάρχου καταγρ. Ρωμαϊκ. 40

Περίοδος του Βυζαντίου – Μεσαίωνας  

Κατά την περίοδο του Βυζαντίου παρ’ ότι η Χριστιανική αντίληψη είναι αντίθετη με τους αγώνες εν τούτοις υπάρχει μία ανοχή από την πλευρά της εκκλησίας για αγώνες τοξοβολίας, πάλης, δρόμου, ξιφασκίας, χορού και ακροβασιών, όμως τα προσφιλή αγωνίσματα των βυζαντινών ήταν οι ιπποδρομίες και οι αρματοδρομίες. Έτσι ως κύριος γυμναστικός χώρος στο Βυζάντιο αναδείχθηκε ο ιππόδρομος ο οποίος παράλληλα ήταν και το επίκεντρο της πολιτικής ζωής των Βυζαντινών, διότι μπορούσαν να επιδοκιμάζουν ή να αποδοκιμάζουν το έργο του Αυτοκράτορα. Κατά τα διαλείμματα των αγώνων στο ιπποδρόμιο λαμβάνον χώρα επιδείξεις όπου μεταξύ άλλων υπήρχαν και ακροβάτες όπου εκτελούσαν ακροβατικά νούμερα. Αυτά τα διασκεδαστικά θεάματα κατά τη διάρκεια των διαλειμμάτων, καλούνταν επεισόδια (Ανδρεοπούλου,1975; Γιαννάκκης, 1989; Μουρατίδης, 1990; Νικηταράς, 2001), επίσης ο Νικηφόρος Γρηγόριος (1299) συγγραφέας της βυζαντινής περιόδου, αναφέρει ότι ακροβάτες της εποχής εκτελούσαν πλήρεις στροφές γύρω από τεντωμένο σκηνή, άσκηση που σήμερα παραπέμπει στο γιγαντιαίο αιώρημα[13].

΄΄Ο γυμναστικός Μεσαίωνας αρχίζει από το 394 μ.Χ.΄΄ (Γιαννάκης, 1989) με την κατάργηση των Ολυμπιακών αγώνων από τον Μ. Θεοδόσιο. Καθ’ όλη την περίοδο αυτή η σωματική άσκηση απουσιάζει από την εκπαίδευση και το σχολείο και γενικώς βρίσκεται υπό διωγμό. Τα εκπαιδευτήρια της εποχής έχουν μεταβληθεί σε ένα ΄΄πιστό υπηρέτη μιας διανοητικοθρησκευτικής αγωγής΄΄(Ανδρεοπούλου, 1975), άκρα εχθρικής απέναντι στην αγωγή του σώματος. Οποιαδήποτε αθλητική δραστηριότητα, λαμβάνει χώρα στις αυλές των βασιλέων και των ευγενών. Οι δραστηριότητες είναι η ιππασία, η τοξοβολία, η ξιφασκία, το κυνήγι, ασκήσεις πολεμικής προετοιμασίας (tournois). Στις τάξεις των ευγενών κυριαρχεί η πελότα (Paumes) και το Soube, πρόδρομοι του foot-ball, του golf, του griqoet κ.λ.π., καθώς και η πυγμαχία, η κολύμβηση, και η πάλη (Ανδρεοπούλου,1975; Γιαννάκης, 1981; Γιαννάκης, 1989; Νικηταράς, 2001).

[13] Το ΄΄γιγαντιαίο αιώρημα΄΄ είναι σήμερα άσκηση που εκτελείται στο μονόζυγο ανδρών και στο δίζυγο γυναικών, όπου ο αθλητής ή η αθλήτρια, εκτελούν κυκλικές περιστροφές γύρω από την μπάρα του οργάνου, με ΄΄τεντωμένο΄΄ το σώμα τους, έχοντας ως άξονα περιστροφής, αυτή την μπάρα.

Αναγέννηση και Διαφωτισμός

Στα χρόνια της Αναγέννησης (14ος – 16ος αιώνας) και του Διαφωτισμού (17ος – 18ος αιώνας) η σωματική άσκηση βρίσκει σταδιακά πάλι την αξία της και η Ευρώπη αρχίζει να αναπτύσσεται γυμναστικά στις χώρες της από πεφωτισμένα μυαλά όπως: στην Ιταλία από τους Petrus Vergenius (1349-1420), Vittorio da Feltre (1378-1446), Hieronymus Merculiaris (1530-1606). Στην Γερμανία από τους Erasmus (1466-1536), Luther Martin (1483-1546), Johann Bernhard Basedow (1723-1790), Johann Friedrich Cuts Muths (1749-1839), Gerhard Vieth (1763-1836), Friedrich Ludwig Jahn (1778-1852) –ο Jahn για πολλούς θεωρείται ως ο πατέρας της ενόργανης γυμναστικής-, Adolf Spiess (1810-1858), ο Spiess θεωρείται ως ο θεμελιωτής της γυμναστικής γυναικών. Στην Αγγλία από τους Thomas Elyot (1491-1547), Thomas Arnold (1795-1842). Στη Γαλλία από τους Francois Robelais (1483-1553), Silvio Antoniano (1477-1547), Francois Fenelon (1651-1715), Clement Joseph Tissot (1750-1826), George Hebert. Στη Σουηδία από τους Per Henrik Ling (1776-1839) –ο Ling κατατάσσει τις γυμναστικές ασκήσεις σε δύο κατηγορίες α)σε κινήσεις χωρίς όργανα (΄΄ανόργανους και ελευθέρας΄΄) και β)σε κινήσεις με όργανα (΄΄ενοργάνους΄΄) (Ανδρεοπούλου, 1974)-, Lars Branting (1799-1881), Gustav Nyblaens (1816-1902), Hjalmare Ling (1820-1886), Lars Mauritz Torgren (1839-1912), Victor Balk (1844-1928), Karl Norlan Der (1846-1916), Josef Gotterid Thulin (1875-) ο οποίος εισήγαγε την μουσική και το ρυθμό στην γυμναστική γυναικών, (Ανδρεοπούλου,1975; Γιαννάκης, 1989; Μουρατίδης, 1990; Νικηταράς, 2001; Σατρατζέμης, 2000; Χρυσάφης, 1965).

Έξω από τις διάφορες τάσεις που επικρατούν κατά την Αναγέννηση και τα χρόνια του Διαφωτισμού υπάρχουν ιστορικές καταγραφές όπως εκείνες του Lutwin Jahn (1778-1852) (εικ.7), και απεικονίσεις που δείχνουν την έφεση για ενόργανη γυμναστική και ακροβατισμό γενικότερα την εποχή εκείνη (εικ. 8, εικ. 9), καθώς επίσης και αντιρρήσεις γύρω από το συγκεκριμένο αντικείμενο όπως π.χ. του Franz Nachtegall (γεννηθείς στην Κοπεγχάγη το 1777) στη Δανία.

Screenshot_4.jpg

Εικ. 7: Lutwin Jahn (Παυλίνης, 1928)

Screenshot_6.jpg

Εικ.8: Απεικονίσεις με ακροβατικό στοιχείο την περίοδο του διαφωτισμού (Endre, 1971)

 

Screenshot_7.jpg

Εικ.9: Απεικόνιση κατά την περίοδο της Αναγέννησης (Εδώ βλέπουμε τον Ακροβάτη ο οποίος αφού πατάει σε βατήρα με τα δύο πόδια, ακολουθεί άλμα και σάλτο εμπρός. (Endre, 1971)

Επιστροφή στην κλασσική παιδεία

Κατά των 17ο αιώνα οι παιδαγωγοί φιλανθρωπιστές κάνουν μία στροφή  προς την κλασική παιδεία ενθυμούμενοι πάλι τους αρχαίους Έλληνες. Μέσα στη γενικότερη τάση ξαναθυμούνται και τα συστήματα αγωγής του σώματος των αρχαίων. Παρ’ ότι αρκετοί συγγραφείς θεωρούν τον Friedrich Ludwig Jahn [14] ως τον πατέρα και θεμελιωτή της Ενόργανης γυμναστικής, εν τούτοις μέσα απ’ τις αναφορές της ίδιας της βιβλιογραφίας φαίνεται ότι του Jahn προηγήθησαν οι φιλανθρωπιστές –(οι οποίοι σημειωτέον είχαν ως πρότυπο τους αρχαίους Έλληνες)- οι οποίοι φιλανθρωπιστές είχαν εισάγει στην εκπαίδευση, ασκήσεις σε όργανα όπως ισορροπίες, αιωρήσεις, άσκηση σε ίππο κ.λπ., και στις οποίες ασκήσεις είχαν δώσει την ορολογία που υφίσταται ακόμα και σήμερα δηλ. γυμναστική. Του Jahn επίσης προηγήθηκε και ο Johann Friedrich Cuts Muths ο οποίος (όπως αναφέρει και ο Καϊμακάμης, 1998) υπήρξε ΄΄ο συνδετικός κρίκος μεταξύ της γυμναστικής των αρχαίων και του συστήματος του Jahn΄΄. Ο Jahn χρησιμοποίησε όργανα και ασκήσεις που ήδη ήταν γνώριμα στον Muths.

Είναι χαρακτηριστικό αυτό που αναφέρει ο Borrmann (1978) ότι δηλαδή ΄΄ο Jahn άρπαξε τις ιδέες και τις σκέψεις που είχε διατυπώσει γραπτώς ο Muths΄΄. Ο Zwarg (1981) αναφέρει ότι ο Ludwig Jahn ήταν ένα πολυταξιδεμένο άτομο και ότι εκτός του ότι επρόκειτο για ένα έξυπνο και έμπειρο άτομο γύρω από τις συμπεριφορές των ανθρώπων της εποχής, παράλληλα έκανε ιστορικές και γλωσσικές μελέτες, και επίσης ήταν μεγάλος γνώστης γύρω από θέματα της φυσικής αγωγής που ήταν γνωστά ως τότε. Αν λοιπόν έκανε γλωσσικές και ιστορικές μελέτες τότε είναι εύκολο να συμπεράνουμε ότι γνώριζε καλά την γυμναστική και την ιστορία της στην αρχαία Ελλάδα.  

[14] Το περιεχόμενο και κυρίως η φιλοσοφία του Jahn για την ενόργανη ήταν εντελώς έξω και μακριά από αυτό που έπρεπε να είναι, και για αυτό το λόγο παραθέτουμε αυτούσια κάποια αποσπάσματα από συγγράμματα, όπως του Σατρατζέμη (2000): ΄΄Θεωρούσε τη σωματική αγωγή των νέων σαν προστρατιωτική προετοιμασία΄΄ σελ 17………΄΄Η από τον Jahn και τους φίλους του δημιουργηθείσα πατριωτική ενόργανη γυμναστική,  ήταν μια κοινωνική κίνηση ενάντια στο φεουδαρχισμό η οποία ήθελε να έχει συμμετοχή στον αγώνα για την ενότητα και την απελευθέρωση της Γερμανίας από αυτόν΄΄…………΄΄Έτσι η ενόργανη γυμναστική άρχισε να γίνεται σε κλειστούς χώρους, όχι από κλιματολογικές συνθήκες, αλλά από πολιτικές΄΄  σελ. 18……Η ενόργανη γυμναστική  του Jahn, είχε από την αρχή πολιτικό τόνο και κίνητρο΄΄σελ.20………΄΄Αργότερα έγινε η νεολαία της ενόργανης γυμναστικής όπου κάθε νέος ήταν υποχρεωμένος «να αναπτύξει το σώμα του για τις ανάγκες της πατρίδας»΄΄σελ.21.    

Περίοδος της Τουρκοκρατίας

Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας οργανωμένη και κατευθυνόμενη σωματική αγωγή……δεν υπήρξε ούτε ήταν δυνατόν να υπάρξει αφού οι εκδηλώσεις αυτού του είδους ήταν απαγορευμένες για τους Έλληνες. Μπορούμε λοιπόν να μιλάμε περί Αρματωλίτικου και Κλέφτικου αθλητισμού (Ανδρεοπούλου, 1975). Έστω και την δύσκολη αυτή περίοδο για την Ελλάδα υπάρχουν αρκετές αναφορές για σωματικές δραστηριότητες, και μεταξύ αυτών και κάποια στοιχεία έστω και ιδιόμορφα που θα μπορούσαν να συγγενεύουν με την ενόργανη, όπως π.χ. εκείνο όπου όπως αναφέρει η Ανδρεοπούλου (1975), ΄΄Δια τον ΝΙΚΟΤΣΑΡΑ διηγούνται ότι ηδύνατο να υπερπηδήση 7 συγχρόνους ίππους στοιχηδόν τεταγμένους΄΄.

Η παραπάνω διήγηση μας παραπέμπει στο σύγχρονο Άλμα Ίππου (ένα από τα σημερινά αγωνίσματα της ενόργανης ανδρών και γυναικών), και μάλιστα με όλα του τα βασικά στοιχεία –χοντρικώς- που το απαρτίζουν όπως: φορά (σήμερα δρομικό μέρος) –γιατί πως αλλιώς θα μπορούσε να περάσει από πάνω;-, δυνατό πάτημα (σήμερα πάτημα στο βατήρα)  πρίν από το άλμα πάνω από τους ίππους, τοποθέτηση των χεριών (σήμερα κόντρα στον ίππο), υπερπήδηση πάνω από τους 7 ίππους (σήμερα 2η πτητική φάση), και φυσικά ακολουθεί η προσγείωση.

Η ενόργανη μετά την απελευθέρωση

Μετά τη απελευθέρωση υπάρχει ένας πραγματικός οργασμός του αθλητισμού γενικότερα και της γυμναστικής ειδικότερα. Η ενόργανη γυμναστική βαδίζει πλέον με σταθερά βήματα και με δικό της περιεχόμενο στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. Έτσι το 1881 ιδρύεται η πρώτη Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Ενόργανης Γυμναστικής και το αντικείμενο πλέον συμπεριλαμβάνεται στο επίσημο πρόγραμμα των Αναβιωθέντων Ολυμπιακών Αγώνων του 1896. Στους αγώνες –(στο αντικείμενο της ενόργανης)- συμμετέχουν τρεις ομάδες, η Γερμανική και οι ομάδες του Πανελληνίου και του Εθνικού Γ.Σ. Η ομάδα του Πανελληνίου κατακτά το αργυρό μετάλλιο στο μονόζυγο ενώ η Γερμανική ομάδα κατακτά το χρυσό και η ομάδα του Εθνικού το χάλκινο. Ο Ιωάννης Μητρόπουλος (γεννηθείς το 1874) κατακτά το χρυσό μετάλλιο στους κρίκους με δεύτερο τον Γερμανό Βαϊνγκάρντνερ και τρίτο τον Ιωάννη Περσάκη. Ο Αριστόβουλος Πετμεζάς  της Παναχαϊκής Πατρών κατακτά το Χάλκινο μετάλλιο  στο δίζυγο. Επίσης ένα ακόμα χρυσό μετάλλιο κατακτήθηκε από τον Νικόλαο Ανδριακόπουλο σε αγώνισμα γυμναστικής που έγινε μόνο σε αυτούς τους αγώνες και ήταν η Αναρρίχηση επί κάλω. Σε αυτό το αγώνισμα ο αθλητής έπρεπε να αναρριχηθεί σε καραβόσκοινο  σε ύψος 14 μέτρων. Στο ίδιο αγώνισμα αργυρό μετάλλιο πήρε και ο Θωμάς Ξενάκης αθλητής του Εθνικού Γ.Σ. (Τύπος της Κυριακής, 1996). Αργότερα το 1921 ιδρύεται η διεθνής ομοσπονδία γυμναστική (F.I.G.). Περί το 1930 η γυναικεία ενόργανη γυμναστική εμφανίζει μία εκπληκτική άνοδο. Το 1952 διαμορφώνονται  οι διεθνείς κανονισμοί των οποίων αρκετά από τα στοιχεία τους φτάνουν μέχρι τις μέρες μας.

Επίλογος

Καταλήγοντας πρέπει να πούμε, ότι σήμερα η ενόργανη γυμναστική είναι ένα υπέροχο άθλημα που τυγχάνει παγκόσμιας αναγνώρισης, εκτίμησης και αποδοχής. Αυτό φαίνεται αφ’ ενός από την προσέλευση και την απασχόληση χιλιάδων παιδιών σε όλο τον κόσμο που καταπιάνονται με αυτό το αντικείμενο και αφ’ ετέρου στο ότι το αγώνισμα της ενόργανης κατά τη διάρκεια των εκάστοτε Ολυμπιακών αγώνων, συγκεντρώνει μετά τα αγωνίσματα στίβου τον περισσότερο κόσμο. Η ενόργανη γυμναστική έχει πολύ βαθιά της ρίζες της μέσα στην Ελληνική ιστορία έχοντας ως μακρινό της πρόγονο -κυρίως- τον ακροβατισμό. Τελικά οι ιστορικές ρίζες αυτού του καταπληκτικού αγωνίσματος όπως μαρτυρούν οι αδιαμφισβήτητες ιστορικές πηγές, βρίσκονται στην Ελλάδα και όχι σε οποιαδήποτε άλλη χώρα της Ευρώπης όπως η Γερμανία ή αλλού, οι οποίες χώρες ΄΄ανακάλυψαν΄΄ αυτό το είδος άσκησης (ακροβατισμό, ενόργανη και όχι μόνο) πολλούς αιώνες αργότερα.

Περιληπτικά: Η παραπάνω ιστορική προσέγγιση έχει ως στόχο να αναδείξει και να καταγράψει την ιστορική διαδρομή ενός  -ολυμπιακού- αθλήματος όπως αυτό  της ενόργανης γυμναστικής, καθώς και το πως αυτή εμφανίζεται διαχρονικά -από αρχαιότατους χρόνους μέχρι σήμερα- μέσα από τα ανδιαμφισβήτητα ιστορικώς καταγεγραμμένα γεγονότα,. Ή βιβλιογραφία στην πλειοψηφία της–Ελληνική και Ξένη- εμφανίζει την Γερμανία ως την χώρα εκείνη που γέννησε την Ενόργανη γυμν. τον 19ον αιώνα και τον Ludwing Jahn (1778-1852) ως τον πατέρα αυτής ο οποίος παρουσίασε τα πρώτα όργανα και τις πρώτες ασκήσεις το 1811, όπως πολλοί διατείνονται και αναφέρουν. Εμείς χωρίς να αμφισβητούμε την όποια  προσφορά του Jahn στο αντικείμενο της ενόργανης, έχουμε εντελώς διαφορετική οπτική και άποψη, τόσο για την προέλευσή της όσο και για το περιεχόμενό της. Τα στοιχεία όπως αυτά αναδύονται απ’ την βιβλιογραφική έρευνα, ξεκινώντας από την Κρητομυνωϊκή  περίοδο το 1700-1600 π.Χ. περίπου, προχωρώντας στους Ομηρικούς χρόνους, στους Κλασσικούς χρόνους, την περίοδο του Μακεδονικού Ελληνισμού, την περίοδο των Ρωμαίων στην Ελλάδα, την περίοδο του Βυζαντίου, τον Μεσαίωνα, την Αναγέννηση και τον Διαφωτισμό, την περίοδο της Τουρκοκρατίας και αργότερα, μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η προέλευση και το περιεχόμενο της ενόργανης,  έχουν πολύ βαθιά τις ρίζες τους στους  αρχαιοτάτους χρόνους στην Ελλάδα και όχι σε οποιαδήποτε άλλη χώρα της Ευρώπης όπως πχ. η Γερμανία  ή αλλού, οι οποίες χώρες ΄΄ανακάλυψαν΄΄  αυτό το είδος άσκησης (ακροβατισμό, ενόργανη και όχι μόνο) δεκάδες αιώνες αργότερα.